ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Χαράσσοντας το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο, βελτιώνουμε την ποιότητας ζωής του νευρολογικού ασθενή

Νόσος του Πάρκινσον

Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια νευροεκφυλιστική ασθένεια που συνήθως προσβάλλει άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, αν και υπάρχουν μορφές που μπορεί να εμφανιστούν σε νεότερους ασθενείς. Η νόσος έχει κυρίως κινητικά συμπτώματα, όπως τρόμο, αστάθεια, δυσκαμψία και βραδυκινησία, καθώς και μη κινητικά συμπτώματα όπως άγχος, διαταραχή ύπνου, έκπτωση όσφρησης, σιελόρροια, δυσκοιλιότητα, επιτακτική ούρηση. Η ασθένεια μπορεί να συνοδεύεται, επίσης, από γνωστική έκπτωση, ιδίως σε όψιμο στάδιο.

Η θεραπεία συνήθως επικεντρώνεται στην αντικατάσταση του ελλείμματος ντοπαμίνης που χαρακτηρίζει τη νόσο. Η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής που παράγεται από νευρώνες στη μέλαινα ουσία και απελευθερώνεται στα βασικά γάγγλια, περιοχή του εγκεφάλου που παίζει βασικό ρόλο στη ρύθμιση της κίνησής μας και όχι μόνο. Στη νόσο του Πάρκινσον οι νευρώνες της μέλαινας ουσίας εκφυλίζονται, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται οι λειτουργίες των βασικών γαγγλίων και να εμφανίζεται η κλινική εικόνα του Παρκινσονισμού.

Ο νευρολόγος θα αξιολογήσει την κινητική διαταραχή του ασθενούς, θα διακρίνει ανάμεσα στην ιδιοπαθή νόσο Πάρκινσον και άλλα άτυπα Παρκινσονικά σύνδρομα και θα προτείνει την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, καθώς και αλλαγές στον τρόπο ζωής του ασθενούς (γυμναστική, διαιτολόγιο). Καθώς πρόκειται για εξελισσόμενη νόσο, είναι απαραίτητη η τακτική επικοινωνία γιατρού και ασθενούς, ώστε τυχόν επιδείνωση των συμπτωμάτων να αντιρροπείται από τη σωστή ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής.

Ενώ είναι γεγονός ότι ακόμη δεν έχουμε καταλήξει σε αιτιολογική θεραπεία για τη νόσο Πάρκινσον, είμαστε πλέον σε θέση να αντιμετωπίζουμε σε μεγάλο βαθμό τα κινητικά και μη συμπτώματα του ασθενούς, ώστε να μπορεί να συνεχίζει φυσιολογικά τη ζωή του, χωρίς σημαντικούς περιορισμούς.

Τρόμος (τρέμουλο)

Ο τρόμος είναι μια κοινή κινητική διαταραχή, που ορίζεται ως ακούσια ρυθμική ταλάντωση ενός μέρους του σώματος. Μπορεί να προκύψει από ποικίλες αιτίες και να αντιμετωπιστεί με την ανάλογη φαρμακευτική αγωγή.

Ο πιο κοινός τύπος τρόμου είναι ο ιδιοπαθής τρόμος, ο οποίος εμφανίζεται με κληρονομική προδιάθεση. Υπάρχουν όμως και άλλοι τύποι τρόμου, που μπορεί να προκληθούν από διαφορετικές καταστάσεις, όπως ο υπερθυρεοειδισμός. Ο τρόμος συχνά μπορεί να είναι αποτέλεσμα του στρες, της μεγάλης ποσότητας νικοτίνης, της καφεΐνης ή και ορισμένων φαρμάκων, οπότε και αποκαλείται αυξημένος φυσιολογικός τρόμος.

Ο τρόμος μπορεί, επίσης, να αποτελεί σύμπτωμα μιας σειράς υποκείμενων ασθενειών, όπως η νόσος του Πάρκινσον, η δυστονία ή άλλες μεταβολικές ή νευροεκφυλιστικές ασθένειες.

Εάν αναπτύξετε τρόμο, είναι σημαντικό να συμβουλευτείτε έναν ειδικό νευρολόγο κινητικών διαταραχών, για να προσδιορίσετε την αιτία και να καθορίσετε την καλύτερη πορεία θεραπείας.

Η κεφαλαλγία ή αλλιώς πονοκέφαλος αποτελεί ένα πολύ συχνό σύμπτωμα, το οποίο εμφανίζεται σε ενήλικες, αλλά και σε παιδιά. Ανάλογα με την ένταση, τη συχνότητα ή κάποια άλλα χαρακτηριστικά, η κεφαλαλγία χρειάζεται μερικές φορές αξιολόγηση από νευρολόγο, ο οποίος θα κρίνει αν υπάρχει ανάγκη διαγνωστικών εξετάσεων. Επίσης, σε συνεννόηση με τον ασθενή, ο νευρολόγος θα δρομολογήσει την ενδεικνυόμενη θεραπεία.

Τα χαρακτηριστικά της κεφαλαλγίας μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από ασθενή σε ασθενή. Ακόμη και ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να περιγράφει διαφορετικά είδη πονοκεφάλου, με μεταβολή στο πέρασμα του χρόνου.

Ο πιο συχνός τύπος πονοκεφάλου είναι η ημικρανία, ενώ αρκετά συχνά εμφανίζεται και η κεφαλαλγία τάσης.

Είναι σημαντικό να ζητήσετε ιατρική βοήθεια, εάν τα συμπτώματα που αντιμετωπίζετε προκαλούν δυσλειτουργία στη ζωή σας, επηρεάζουν την καθημερινότητα, την εργασία, τις κοινωνικές δραστηριότητες, ακόμη και τις σχέσεις με την οικογένεια.

Έχω συχνά πονοκέφαλο. Μπορεί να είναι ημικρανία;

Η ημικρανία είναι μια πολύ συχνή νευρολογική νόσος, που εκδηλώνεται με πονοκέφαλο μεταξύ άλλων συμπτωμάτων. Κάθε πονοκέφαλος δεν είναι απαραίτητα ημικρανία. Ωστόσο, με βάση κάποια χαρακτηριστικά, μπορούμε συνήθως να διακρίνουμε με ασφάλεια μεταξύ ημικρανίας και άλλων κεφαλαλγιών.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ημικρανίας είναι η μέτρια έως μεγάλη ένταση του πόνου, συνήθως η μονόπλευρη εντόπιση και ο σφύζων χαρακτήρας, η φωτοευαισθησία (ή ακόμη και η ηχοφοβία ή η οσμοφοβία), η επιδείνωση του πόνου με τις κινήσεις, η έναρξη σε νεαρή ηλικία, η ύπαρξη αύρας κ.ά.

Ωστόσο, τα παραπάνω δεν αποτελούν απόλυτο κανόνα, καθώς δεν αποκλείεται η ημικρανία να εμφανίζεται ως σφίξιμο και βάρος σε όλο το κεφάλι. Επίσης, υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς τη συχνότητα εμφάνισης και την ένταση και διάρκεια των επεισοδίων. Ένας ειδικός νευρολόγος πρέπει να αξιολογήσει τις κατάλληλες πληροφορίες από το ιστορικό του ασθενούς, ώστε να καταλήξει σε σωστή διάγνωση.

Πότε πρέπει να απευθυνθώ σε γιατρό για την ημικρανία;

Από τη στιγμή που θα τεθεί η διάγνωση της ημικρανίας, ο ασθενής πρέπει να λάβει οδηγίες για το πώς θα διαχειριστεί σωστά τα επεισόδια, έτσι ώστε να επηρεάζεται στο μικρότερο δυνατό βαθμό η ποιότητα ζωής του. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ασθενών που κλείνονται στο δωμάτιό τους κατά τις κρίσεις ημικρανίας για ώρες έως και ημέρες, υποφέροντας και νιώθοντας αβοήθητοι, λόγω μη αποτελεσματικότητας των αναλγητικών. Υπάρχουν επίσης ασθενείς που έχουν συνηθίσει να ζουν σχεδόν καθημερινά με τον πόνο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη διάθεσή τους, για την απόδοση στην εργασία τους, για τη σχέση με την οικογένειά τους, για ό,τι τελικά ονομάζουμε ποιότητα ζωής.

Ένας ασθενής, λοιπόν, που αισθάνεται ότι δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις κρίσεις του ή ένας ασθενής με συχνά επεισόδια (περισσότερες από 4 ημέρες ημικρανίας το μήνα) θα πρέπει να συμβουλευτεί το νευρολόγο του, ώστε να συζητήσουν πιθανές λύσεις του προβλήματος.

Υπάρχει θεραπεία για την ημικρανία;

Ακόμη και αν δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για την ημικρανία, υπάρχουν πολλοί τρόποι παρέμβασης, ώστε να μειωθεί σημαντικά το φορτίο του πόνου στην καθημερινότητα των ασθενών.

Το κάθε επεισόδιο ημικρανίας μπορεί να γίνει πιο σύντομο και λιγότερο επώδυνο, αν εκπαιδευτεί ο ασθενής στην επιλογή του κατάλληλου αναλγητικού, στην έγκαιρη λήψη του, καθώς και σε μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις, όπως π.χ. η καλή ενυδάτωση.

Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει, επίσης, η προφυλακτική αγωγή έναντι της ημικρανίας, δηλαδή η καθημερινή (και όχι μόνο κατά το επεισόδιο της κεφαλαλγίας) αγωγή, η οποία στοχεύει στη μείωση της συχνότητας και της έντασης του πόνου. Υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια δοκιμασμένα θεραπευτικά σχήματα, με ουσίες όπως η προπρανολόλη, η φλουναριζίνη, η τοπιραμάτη ή οι ενέσεις αλλαντικής τοξίνης. Πρόκειται για θεραπείες που έχουν καταφέρει να αλλάξουν προς το καλύτερο τις ζωές ασθενών που ταλαιπωρούνταν από συχνές και δύσκολες κρίσεις ημικρανίας.

Είναι βέβαια γεγονός ότι οι παραπάνω θεραπείες δεν έχουν πάντα απόλυτη επιτυχία, ενώ ένας αριθμός ασθενών αναγκάζεται να τις εγκαταλείψει λόγω παρενεργειών. Το να αποδειχθεί, όμως, μια επιλογή ατυχής, δε θα πρέπει να μας προδιαθέτει αρνητικά ως προς άλλες εναλλακτικές –και ευτυχώς υπάρχουν αρκετές. Γι’ αυτό το λόγο, έχει μεγάλη σημασία η συνεργασία γιατρού-ασθενούς, ώστε να μην απογοητευτεί ο ασθενής και να συνεχίσει την προσπάθεια, έως ότου βρεθεί η κατάλληλη για τον ίδιο θεραπεία.

Μια ολοκληρωμένη θεραπευτική παρέμβαση θα ήταν καλό να συμπεριλάβει και μη φαρμακευτικούς τρόπους αντιμετώπισης, όπως η άσκηση, η καλή διατροφή με τακτικά γεύματα, ο επαρκής ύπνος κ.τ.λ.

Ναι, αλλά… δε θέλω να παίρνω φάρμακα!

Επί της ουσίας, δε θα έπρεπε να μας ανησυχεί η βραχυπρόθεσμη (6 μήνες έως ένα έτος) προφυλακτική αγωγή με ένα φάρμακο σχεδιασμένο έτσι ώστε να είναι ασφαλής η μακροχρόνια χορήγησή του, όσο η συχνή χρήση αναλγητικών, των οποίων η κατάχρηση είναι πολύ πιθανό να επιφέρει παρενέργειες. Μια πολύ σημαντική παρενέργεια είναι η κεφαλαλγία από κατάχρηση αναλγητικών, μια κατάσταση στην οποία η πολύ συχνή και μακροχρόνια λήψη αναλγητικών, ουσιαστικά, ανατροφοδοτεί την κεφαλαλγία και επαυξάνει το ήδη σημαντικό πρόβλημα.

Υπάρχουν εξελίξεις στην ημικρανία;

Μια πολύ ενθαρρυντική εξέλιξη είναι η κυκλοφορία μιας νέας κατηγορίας φαρμάκων προφυλακτικής αγωγής, των μονοκλωνικών αντισωμάτων, που μπλοκάρουν τη δράση του νευροπεπτιδίου CGRP, δεσμεύοντας είτε το ίδιο το CGRP είτε τον υποδοχέα του. Πρόκειται για ένα νευροπεπτίδιο με σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της ημικρανίας. Στις σχετικές μελέτες, η αγωγή με τα παραπάνω μονοκλωνικά αντισώματα μείωσε τις ημέρες ημικρανίας και τη λήψη αναλγητικών στους ασθενείς που έλαβαν τη θεραπεία, με ελάχιστες παρενέργειες, αντίστοιχες με αυτές του εικονικού φαρμάκου.

Από την πλευρά της αντιμετώπισης των μεμονωμένων κρίσεων, αναμένεται η κυκλοφορία των gepants, μιας κατηγορίας μορίων που επίσης μπλοκάρουν το CGRP.

Το μέλλον, λοιπόν, διαγράφεται αισιόδοξο για μια συχνότατη νευρολογική νόσο, της οποίας οι συνέπειες στην ποιότητα ζωής των ασθενών συχνά υποτιμούνται. Οι ασθενείς από την πλευρά τους δε χρειάζεται να θεωρούν τον πόνο ως δεδομένη κατάσταση, αλλά να αναζητούν τις υπαρκτές λύσεις στο πρόβλημά τους.

Η άνοια είναι μια κατάσταση κατά την οποία αναπτύσσονται σταδιακά συμπτώματα εξασθένησης των νοητικών λειτουργιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η έκπτωση της πρόσφατης μνήμης. Βέβαια για να τεθεί η διάγνωση της άνοιας, θα πρέπει να υπάρχει έκπτωση και σε άλλες γνωστικές λειτουργίες, όπως είναι η παραγωγή λόγου, η εκτέλεση πράξεων, ο προσανατολισμός, η συγκέντρωση, η κριτική ικανότητα. Επίσης, συχνά παρατηρούνται διαταραχές συμπεριφοράς και συναισθήματος, όπως η επιθετικότητα.

Υπάρχουν διάφορα είδη άνοιας, με πιο συχνό παράδειγμα τη νόσο Alzheimer. Άλλα είδη άνοιας, αποτελούν η αγγειακή άνοια, η μετωποκροταφική άνοια ή η άνοια που συνοδεύει τη νόσο Parkinson. Παράδειγμα δυνητικά αναστρέψιμης άνοιας αποτελεί ο υδροκέφαλος φυσιολογικής τάσης.

Η άνοια αποτελεί πολύ συχνό νόσημα της μεγάλης ηλικίας (ασθενείς άνω των 80-85 ετών), χωρίς να λείπουν βέβαια και οι σπανιότερες περιπτώσεις, όπου αφορά νεότερους ασθενείς. Με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, η άνοια αναδεικνύεται σε σημαντικό πρόβλημα υγείας του πληθυσμού. Εξίσου σημαντική είναι όμως και η κοινωνική διάσταση του προβλήματος, καθώς η ιδιαίτερα απαιτητική φροντίδα του ασθενούς με άνοια επηρεάζει και το οικογενειακό του περιβάλλον.

Ο ρόλος του νευρολόγου είναι η βελτίωση των γνωσιακών και συμπεριφορικών συμπτωμάτων μέσω φαρμακευτικής αγωγής, αλλά και η υποστήριξη των φροντιστών, μέσω κατάλληλης καθοδήγησης.

Τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια προκαλούνται, όταν η ροή του αίματος σε μια περιοχή του εγκεφάλου διακόπτεται ξαφνικά είτε λόγω απόφραξης (ισχαιμικό επεισόδιο), είτε λόγω ρήξης ενός αγγείου (αιμορραγικό επεισόδιο). Το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκεφαλικών επεισοδίων είναι ισχαιμικά. Η διακοπή της τροφοδότησης μιας περιοχής του εγκεφάλου με αίμα και κατ' επέκταση με οξυγόνο, συνεπάγεται και την έκπτωση της λειτουργίας που ελέγχεται από την αντίστοιχη περιοχή. Εμφανίζονται λοιπόν τα αιφνίδια συμπτώματα του εγκεφαλικού επεισοδίου, τα οποία μπορεί να είναι προσωρινά ή μόνιμα.

Τα συχνότερα συμπτώματα ενός εγκεφαλικού επεισοδίου είναι η παράλυση ενός άκρου ή μιας πλευράς του σώματος, η διαταραχή ομιλίας ή κατανόησης λόγου, το μούδιασμα ενός άκρου ή μιας πλευράς του σώματος, η απώλεια του συντονισμού των κινήσεων, η αστάθεια και η μείωση του οπτικού πεδίου. Ιδιαίτερα τα αιμορραγικά εγκεφαλικά επεισόδια μπορεί να εμφανιστούν με ξαφνικό και έντονο πονοκέφαλο. Τα μεγάλης έκτασης επεισόδια ενδέχεται να επιφέρουν απώλεια συνείδησης.

Με την καθιέρωση της πολύτιμης θεραπείας της θρομβόλυσης, σε πολλές νευρολογικές κλινικές του ελληνικού χώρου, γίνεται αντιληπτή η μεγάλη σημασία της έγκαιρης αναγνώρισης των συμπτωμάτων ενός εγκεφαλικού επεισοδίου και η ταχεία μεταφορά του ασθενούς στο νοσοκομείο. Αυτό συμβαίνει, γιατί η θεραπεία της θρομβόλυσης, δηλαδή το άνοιγμα του αγγείου που έχει κλείσει από θρόμβο, μπορεί να χορηγηθεί μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο (4,5 ώρες) από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Ο ρόλος του νευρολόγου στη μετέπειτα εξέλιξη του επεισοδίου αφορά στην αναγνώριση των αιτίων που οδήγησαν στο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (π.χ. στένωση αγγείων, κολπική μαρμαρυγή), στον εντοπισμό αγγειακών παραγόντων κινδύνου (π.χ. υπέρταση, διαβήτης, υπερλιπιδαιμία, κάπνισμα) και στη ρύθμιση της αγωγής του ασθενούς, ώστε να αποφευχθεί επόμενο επεισόδιο. Παράλληλα, γίνεται καθοδήγηση του ασθενούς ως προς την αποκατάσταση των νευρολογικών ελλειμμάτων που έχουν προκύψει (αντιμετώπιση σπαστικότητας, φυσικοθεραπεία, λογοθεραπεία).

Η σκλήρυνση κατά πλάκας ή πολλαπλή σκλήρυνση είναι μια απομυελινωτική νευρολογική πάθηση, με αυτοάνοσο χαρακτήρα. Ο όρος απομυελινωτική σημαίνει ότι, εξαιτίας μιας εκτροπής του ανοσοποιητικού συστήματος, λεμφοκύτταρα επιτίθενται στη μυελίνη, δηλαδή στο περίβλημα των κυττάρων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. Η μυελίνη προστατεύει τα νευρικά κύτταρα και βοηθά στη μετάδοση των μηνυμάτων μεταξύ τους και κατ' επέκταση στη λειτουργία τους. Συνεπώς, η καταστροφή της μυελίνης έχει σαν αποτέλεσμα την προσωρινή ή μόνιμη έκπτωση της λειτουργίας των κυττάρων που υφίστανται την απομυελίνωση.

Συνήθως η απομυελίνωση συμβαίνει κατά ώσεις, οι οποίες μετά από κάποιο διάστημα υποχωρούν. Αυτό σημαίνει ότι η πολλαπλή σκλήρυνση μπορεί να εμφανίζεται με τη μορφή συμπτωμάτων που διαρκούν λίγες ημέρες ή εβδομάδες και έπειτα υποχωρούν πλήρως ή μερικώς.

Τα συμπτώματα των ώσεων μπορεί να αφορούν τη μυϊκή ισχύ, την αισθητικότητα, την όραση, το συντονισμό των κινήσεων και άλλες λειτουργίες. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπευτική παρέμβαση στοχεύουν αφενός στο να αντιμετωπιστεί πλήρως το κάθε επεισόδιο απομυελίνωσης αφετέρου στο να μειωθεί η συχνότητα των υποτροπών της νόσου και η πιθανότητα μόνιμων νευρολογικών βλαβών.

Ενώ ο ακριβής μηχανισμός πρόκλησης της νόσου δεν έχει διαλευκανθεί ακόμη, οι μέχρι στιγμής γνώσεις μας μάς έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη μεγάλου εύρους θεραπευτικών επιλογών, οι οποίες επιτρέπουν στους περισσότερους ασθενείς να ζουν φυσιολογικά, χωρίς σημαντικούς περιορισμούς.

Η επιληψία είναι μια νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τις επιληπτικές κρίσεις. Αυτές οι κρίσεις είναι επεισόδια μη φυσιολογικής ηλεκτρικής δραστηριότητας στον εγκέφαλο, η οποία μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως απώλεια συνείδησης και σπασμούς. Οι επιληπτικές κρίσεις, συνήθως, διαρκούν λίγα λεπτά και ακολουθεί η σταδιακή επαναφορά της συνείδησης του ασθενούς.

Υπάρχουν διάφορα είδη επιληπτικών κρίσεων, με πιο χαρακτηριστικές τις γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις. Ωστόσο, μια γενικευμένη κρίση (δηλαδή κρίση με επηρεασμό του επιπέδου συνείδησης του ασθενούς) μπορεί να μοιάζει με λιποθυμικό ή συγχυτικό επεισόδιο. Επίσης, υπάρχουν οι εστιακές κρίσεις, όπου παρατηρούνται τινάγματα ενός άκρου, μασητικές κινήσεις, στροφή του βλέμματος και άλλες εκδηλώσεις.

Η νευρολογική διερεύνηση αποσκοπεί στο να αναγνωρίσει αν πρόκειται για επιληψία ή μεμονωμένη επιληπτική κρίση, καθώς και στο να χαρακτηρίσει το είδος της επιληψίας. Στη διάγνωση βασικό ρόλο παίζουν η περιγραφή του επεισοδίου, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και η απεικόνιση του εγκεφάλου. Ακολουθεί η έναρξη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω επιληπτικές κρίσεις και να συνεχίσει ο ασθενής μια φυσιολογική καθημερινότητα.

Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις φαρμακοανθεκτικής επιληψίας, μπορεί να ενδείκνυται χειρουργική αντιμετώπιση, οπότε γίνεται εξαίρεση της επιληπτογόνου εστίας από ειδικούς νευροχειρουργούς.

Ο όρος νοσήματα του περιφερικού κεντρικού συστήματος αναφέρεται στις παθήσεις των περιφερικών νεύρων, της νευρομυϊκής σύναψης (σύνδεση μεταξύ νεύρου και μυός) ή και των μυών.

Μπορεί να αφορούν μεμονωμένα νεύρα (π.χ. πάρεση προσωπικού νεύρου, πίεση του μέσου νεύρου στον καρπιαίο σωλήνα) ή πολλαπλά νεύρα (π.χ. πολυνευροπάθειες). Ιδιαίτερα συχνή είναι η πίεση νευρικών ριζών από δισκοκήλες ή οστεόφυτα.

Τα συμπτώματα εξαρτώνται από την εντόπιση της πάθησης. Ο ασθενής μπορεί να παρατηρήσει μουδιάσματα, καυσαλγία ή απώλεια της αίσθησης της αφής, σε περίπτωση προσβολής αισθητικών νεύρων. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί αδυναμία, σε περίπτωση προσβολής κινητικών νεύρων. Αν το πρόβλημα εντοπίζεται στη νευρομυϊκή σύναψη, όπως στην περίπτωση της μυασθένειας, ο ασθενής θα εμφανίζει αδυναμία σε διάφορες μυϊκές ομάδες. Προσβολή των μυών (π.χ. μυοπάθεια ή μυοσίτιδα) μπορεί να εκδηλώνεται ως μυϊκή αδυναμία ή και μυαλγία.

Η νευρολογική διερεύνηση αποσκοπεί στην ανεύρεση του αιτίου (π.χ. αυτοάνοσο νόσημα, πίεση νεύρου, γενετικό νόσημα) και στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων ή την αιτιολογική θεραπεία. Συχνά, στη διαγνωστική διαδικασία χρησιμοποιείται η εξέταση του ηλεκτρονευρογραφήματος και του ηλεκτρομυογραφήματος.

Η νευρολόγος Ευαγγελία Μπούρα μεριμνά για την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση κάθε νευρολογικής πάθησης.